Σάββατο 28 Μαΐου 2011

ΣΤΗ ΒΟΥΗ ΤΟΥΤΩΝ ΤΩΝ ΔΡΟΜΩΝ

   Γύρω από αυτούς τους δρόμους οι άνθρωποι δε λένε καλημέρα. Αρκούνται σε έναν απλό, άγευστο χαιρετισμό, ένα αμήχανο γνέψιμο, ένα κενό βλέμμα και τίποτα… Συνήθως μάλιστα προτιμούν αυτό. Ένας παλιός γνωστός, καθηγητής ή συνάδελφος, ακόμα και εραστής. Άνθρωποι με τους οποίους αντάλλαξες κλεφτές ματιές, όνειρα, κοινούς στόχους ή μονάχα δύο τσιγάρα. Στιγμές. Άνθρωποι τόσο ίδιοι αλλά εκνευριστικά διαφορετικοί από σένα. Τόσο διαφορετικοί που να … όταν μετά από καιρό σε αντικρύσουν να γυροφέρνεις στην άκρη μιας πλατείας, κ έχουν χαθεί πια οι κοινές στιγμές σας δε θα σου πουν καλημέρα, ούτε θα σε χαιρετήσουν, ούτε θα σου γνέψουν και το βλέμμα τους θα είναι πιο κενό κι από άγραφο χαρτί όταν δεν έχεις έμπνευση. Τα βλέμματα σας σχεδόν ταυτόχρονα αλλάζουν πορεία και οι πατημασιές σας χάνονται στα στενά του δρόμου. Ουφ… ανακούφιση πιστεύεις ότι δε σε είδε. Είναι τόσο εύκολο άλλωστε , θα μπορούσες κ εσύ να μην τον δεις. Τι κουτή που είσαι μα και βέβαια σε είδε.  Κατσουφιάζεις και θυμώνεις. Δε σου μίλησε. εσύ δε θα το έκανες ποτέ αυτό, σκέφτεσαι. Μα μόλις το έκανες.
   Υπάρχει μια νωχελική αθωότητα σ’αυτή την αμηχανία που επικρατεί όταν τα βλέμματα ενώνονται στα άτυπα σοκάκια. Μια ανομολόγητη διάθεση για μια παραπάνω κοινή στιγμή η οποία χάνεται μέσα στη βουή του εγωισμού. Και … Ω θεέ μου … πόσο σιχαίνεσαι την αμηχανία. Αυτή την πανούργα θεά που καταπολεμά με βία την ανωτερότητα που πάντα καμάρωνες ότι έχεις. Θα ήθελες να την αρπάξεις από το ξεφτισμένο γέρικο μαλλί της και να της κάνεις τόσες σβούρες που να την αποδυναμώσεις. Να κάνεις τα μαλλιά της κόκκινα,  όπως τα μαγουλά σου.
    Και συνεχίζεις να περπατάς μόνη στα στενά δρομάκια. Σε λίγο έχεις ήδη ξεχάσει το συμβάν και συνεχίζεις τη μέρα σου. Ακούς τ’αυτοκίνητα, τα αδύναμα βήματα ενός γεράκου παραδίπλα, τις σακούλες κάποιας νοικοκυράς, χαχανητά παιδιών. Οι δρόμοι έχουν μια μαγευτική βουή στο πέρασμά σου. Δεν ξέρεις αν σου αρέσει ή όχι. Σε ζαλίζει σίγουρα. Σε βυθίζει στη δίνη της.
   Είναι μια όμορφη μέρα. Ο ήλιος βρίσκεται στο τμήμα εκείνο του ουρανού που πάντα αγαπούσες. Σε φωτίζει χωρίς να σε ενοχλεί, ίσα που χρειάζεται να φορέσεις τα γυαλιά σου.  Κι ο αέρας γλυκός όσο ποτέ, σε γαργαλά ευχάριστα. Ούτε κι εσύ ξέρεις πόσα χιλιόμετρα έχεις διανύσει σ’αυτή την πρωινή σου βόλτα. Έχεις περπατήσει σχεδόν ολόκληρη την πόλη, το κέντρο της τουλάχιστον. Δεν αναζητάς κάτι απλώς περπατάς. Είναι μια ωραία ευκαιρία σήμερα για μια μικρή εξερεύνηση, για βόλτες χωρίς προορισμό, για χαμόγελα διάσπαρτα και για στιγμές. Λατρεύεις τις στιγμές. Τις στιγμές κάθε είδους. Όσες στιγμές έχεις ανταλλάξει με τους πιο σημαντικούς ανθρώπους της ζωής σου αλλά και τις άλλες. Με τους περίεργους τύπους που έχεις συναντήσει στις σκοτεινές παμπ, τα ζευγαράκια που γνώρισες στις διακοπές σου, μια κοπέλα που σε αγριοκοίταξε επειδή φοράτε την ίδια κορδέλα. Νιώθεις ευλογημένη που τις έχεις ζήσει και εύχεσαι να μην σταματήσεις ποτέ να γνωρίζεις κι άλλους, κι άλλους αλλόκοτους, σοβαρούς, μυστηριώδεις και κωμικούς χαρακτήρες ανθρώπων. Ανθρώπους διαφορετικούς από σένα που πεθαίνεις να ανακαλύψεις. Όποιοι κι αν είναι, για όσο κι αν κρατήσουν οι στιγμές σας.
   Κι όσο σκέφτεσαι κάνεις τις βόλτες σου στα μαγαζιά του κέντρου μήπως και βρεις τι θα φορέσεις μεθαύριο στα γενέθλια της κολλητής σου. Παρατηρείς πως οι άνθρωποι στους δρόμους αυτής της πόλης μοιάζουν σκυθρωποί και αγχωμένοι, δυστυχισμένοι και μόνοι. Οι πωλήτριες απρόθυμες, οι πεζοί χαομένοι στα προβλήματά τους, και οι οδηγοί λεωφορείων τόσο άκαρδοι.  Σα να μη στέκεστε όλοι μαζί κάτω από τη σκέπη του ίδιου ήλιου. Σα να μη χαμογελούν κι αυτοί για μια στιγμή. Θες να το αλλάξεις. Να τους αλλάξεις. Να τους ταρακουνήσεις. Αν γινόταν θα πήγαινες και θα τραβούσες με δύναμη τα μάγουλα τους σχηματίζοντας τους ένα χαμόγελο. Θα τους ρώταγες δυνατά <<τι έχεις;>>, <<γιατί γκρινιάζεις;>>, <<γιατί δε γελάς ρε;>>. Είσαι έτοιμη να το ξεστομίσεις σε ένα φούρναρη, όταν ξαφνικά καταλαβαίνεις ότι τελικά δεν έχει σημασία. Δε θα σε καταλάβει. Θα γελάσει υποτιμητικά και ούτε που θα προβληματιστεί. Έχω τα δάνεια μου εγώ ,θα πει, τις σκοτούρες μου, τα βάσανά μου. Ίσως και να έχει δίκιο. Όμως εγώ ακόμα περιμένω να δω άσκοπα χαμόγελα στο δρόμο λίγο μετά τη βροχή.