Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011

ΕΓΩ Ή ΕΣΥ;


   Κοιτάς τον ουρανό και ούτε που θυμάσαι πότε ήταν η τελευταία φορά που ανάσανες αυτό τον αέρα. Τα αστέρια φαίνονται πεντακάθαρα και οι άνθρωποι γύρω σου γελάνε. Τέλειος συνδυασμός για μια ποιοτικά όμορφη νύχτα.  Δε σε ενοχλεί ο δυνατός αέρας παρόλο που μισείς το  κρύο. Εσύ θες μόνο να αναπνέεις. Και να κοιτάς.

   Το βράδυ περνά γρήγορα με φιλική συντροφιά. Γέλια, κουβεντούλες και οι συνηθισμένες  χαζομάρες, που τόσο αγαπάς. Ωστόσο, στο δρόμο για το σπίτι συνειδητοποιείς ότι έχεις ήδη υιοθετήσει αυτή τη χαρακτηριστική γκριμάτσα της Μαρίνας. Και προχθές έκανες συνέχεια τη φωνή σου σαν τον Πέτρο. Σε εκνευρίζει να <<μιμείσαι>> τους άλλους κι όμως είναι κάτι που δε μπορείς να σταματήσεις. Μα γιατί το κάνεις αυτό; Τι συμβαίνει πάλι με σένα;

   Κάθε φορά τα ίδια. Παρατηρείς και παρατηρείς τους ανθρώπους προσπαθώντας να τους κλέψεις ό,τι περισσότερο μπορείς. Μια κίνηση, μια γκριμάτσα, ένα χαμόγελο, ένα χάδι. Προσπαθείς μανιωδώς να γίνεις ένα μ’αυτούς χάνοντας το δικό σου εαυτό. Και στο τέλος δε μένει τίποτα για σένα. Μόνο μια αστεία κίνηση που δεν είναι καν δική σου ή ένα τραγούδι κολλημένο στην άκρη του κεφαλιού σου. Ένα άνισο αλισβερίσι. Αναρωτιέσαι αν έχουν πάρει και αυτοί κάτι από σένα. Αν όλες εκείνες οι στιγμές, που έχεις νιώσει να υπάρχει κάτι ανάμεσά σας, σημαίνουν κάτι και γι’αυτούς.

   Σκέφτεσαι τη μαμά σου που πάντα σου έλεγε να είσαι αυτόνομος,  να μην εξαρτάσαι από τους άλλους και να έχεις τη δική σου προσωπικότητα, όμως την ίδια ώρα σβήνεις το τσιγάρο σου όπως η Μαίρη. Η δύναμη της συνήθειας;  Όχι. Η αδυναμία σου.

   Ενώ καν δε θυμάσαι πότε ήταν η τελευταία φορά που ένιωσες αδύναμος, τώρα αναρωτιέσαι, πόσο πολύ έχουν εισβάλλει κάποιοι άνθρωποι στη ζωή σου και πόσο μπορούν να σε αλλάξουν. Και θεέ μου πόσο σιχαίνεσαι τις αλλαγές.

    Από πότε άρχισα εγώ να γίνομαι όπως εσύ και εσύ όπως εγώ; Και πότε θα σταματήσουν πια οι συνήθειές μου να είναι οι δικές σου συνήθειες;

    Κι αυτές οι σκέψεις σου φτάνουν μόνο ως την απέναντι γωνία. Σε λίγο έχεις φτάσει σπίτι απορημένος από τον εαυτό σου και στα πρόθυρα κρίσης ταυτότητας. Και ακούς φωνές από έξω και τραγούδια και γέλια. Ανοίγεις το παράθυρό σου και ξαναβγαίνεις στον αέρα. Υπάρχουν φώτα τριγύρω, μοιάζει σα γιορτή και οι άνθρωποι είναι χαμογελαστοί ξανά. Εδώ μπορείς εύκολα να λειτουργήσεις όπως εσύ η ίδιος. Εδώ αρκεί ο αέρας και η ατμόσφαιρα της νύχτας. Εδώ είσαι πάλι εσύ.

   Γιατί πάντα ήξερες πως ό,τι και να κάνεις τον εαυτό σου θα τον βρείς κάπου εδώ. Γιατί πάντα ήξερες πως πάντα είσαι μόνος. Και πρέπει να μάθεις να λειτουργείς έτσι. 


  Κάτι πυροτεχνήματα βλέπεις από ψηλά. Θα σε βοηθήσουν.

Σάββατο 9 Ιουλίου 2011

Ανάλωση κατά προτίμηση πριν από:

   Ανοίγεις το ψυγείο να πιεις την πορτοκαλάδα σου και είναι εκεί. Πας να ψωνίσεις στο σούπερ μάρκετ και βρίσκεται μπροστά σου. Στο λεωφορείο έχεις άλλα πέντε λεπτά για να ακυρώσεις το εισιτήριο σου και ο οφθαλμίατρος τελείωσε την προγραμματισμένη σου εξέταση ακριβώς στα 30’. Προχθές στο γκαράζ αυτοκινήτων πάλι πλήρωσες περισσότερα. <<Ξεπεράσατε την ώρα και σας χρεώσαμε κάτι παραπάνω>>, σου είπαν. Η ημερομηνία λήξης σε κυνηγάει, όπου κι αν πας. Στέκεται μπροστά σου απειλητικά και κοιτά να καταστρέψει με μανία όλες τις στιγμές σου.
   Απ’τη μια σκέφτεσαι, ότι πρόκειται για ένα ακόμα κόλπο των καπιταλιστικών κοινωνιών, που στόχο τους έχουν την περαιτέρω κατανάλωση. <<Τελείωσε η κάρτα μου, πρέπει να πάρω άλλη. >> <<Πάλι τελείωσαν τα γιαούρτια; Την άλλη φορά θα πάρω περισσότερα, να έχουμε καβάτζα.>> <<Παιδιά, ποιος πάει για τσιγάρα; Ξωμείναμε!>> Ένας φαύλος κύκλος από άχρηστα και χρήσιμα προϊόντα, διαφημιστικά και τζελ αδυνατίσματος, που δεν τελειώνει ποτέ γιατί πάντοτε ανακυκλώνεται εκνευριστικά γρήγορα. Χωρίς την ημερομηνία λήξης η παγκόσμια οικονομία θα είχε καταρρεύσει.
   Όλα τα πράγματα κάποια στιγμή τελειώνουν. Είναι υλικά, αναλώσιμα, φθαρτά. Αργείς να το καταλάβεις αλλά κάποια στιγμή το συνειδητοποιείς.  Άλλα έχουν χρόνο ζωής λίγα λεπτά, άλλα κάποιες μέρες κι άλλα ολόκληρα χρόνια. Κάποια σου δίνουν και εγγύηση και είσαι διπλά χαρούμενος έτσι. Άλλα λήγουν απρόσμενα και αιφνιδιαστικά και σε πληγώνουν περισσότερο: σπάνε, χαλάνε, βραχυκυκλώνουν, εκεί που δεν το περιμένεις. Ενώ άλλα σου δίνουν μια προειδοποίηση,  περιμένεις το τέλος τους και αντιδράς πιο ομαλά. Το  κινητό σου ας πούμε, πρώτα δεν ακουγόταν καλά, μετά κόλλαγε, όταν έγραφες μηνύματα κι ύστερα τα έφτυσε η μπαταρία του. Το ήξερες από πολύ νωρίς ότι έπρεπε να το αλλάξεις. Γιατί δεν το έκανες όμως; Το είχες αγαπήσει αυτό το κινητό. Είχατε περάσει τόσα μαζί. Τόσες συναυλίες και βόλτες και καφέδες και βροχές. Σου ήταν δύσκολο να το αποχωριστείς.
   Μα μια στιγμή,  τα συναισθήματα εξάρτησης και αγάπης και συνήθειας, που έχεις νιώσει για υλικά αντικείμενα δεν τα έχεις αισθανθεί και για ανθρώπους; Ίσως η μόνη διαφορά να είναι η ένταση του συναισθήματος. Όντως υπάρχει μια διαφορά στο μέτρο της αγάπης που νιώθεις για την καφετιέρα σου και σ’αυτό που νιώθεις για τον γκόμενο/α. Αν και κάποιες φορές στο μέτρο της εξάρτησης η καφετιέρα μπορεί να κερδίζει.
   Από πότε άρχισαν οι σχέσεις να γίνονται μηχανές και οι άνθρωποι πράγματα; Κι εσύ δεν είχες σχέσεις εφήμερες; Σχέσεις ημερών, μηνών αλλά και χρόνων; Και κάποιες σου έδωσαν από νωρίς την εγγύηση ότι θα είστε για πάντα μαζί, ενώ άλλες έβλεπες ότι δεν είναι για πολύ και τις πετούσες κατευθείαν στο καλάθι των αχρήστων.  Κι εδώ που τα λέμε ούτε καν αυτό το περιβόητο <<για πάντα>> ήταν για πολύ, αλλά πόσο χαιρόσουν κάθε φορά που το άκουγες. Σχεδόν το πίστευες κι ας ήξερες ότι επρόκειτο για ψευδαισθήσεις ερωτευμένων. Και είχες και σχέσεις που τελείωσαν ραγδαία και απροσδόκητα και άλλες που το’χες μυριστεί από καιρό ότι θα τελειώσουν και δεν αργούσες να βρεις ανταλλακτικές. Και αυτές που ενώ ήταν χαλασμένες από καιρό, δεν έπαιρνες ποτέ την απόφαση να τις αποτελειώσεις. Και προσπαθούσες και ξαναπροσπαθούσες, να φτιάξεις τα πράγματα, ακριβώς όπως έκανες και με το κινητό σου, που το πήγες σε τόσους τεχνικούς, αλλά μάταια.
   Τα γεγονότα για άλλη μια φορά σε προσπέρασαν. Το κινητό είχε χαλάσει και η σχέση είχε λήξει. Ίσως θα ήταν πολύ πιο ανώδυνο αν το είχες ψυλλιαστεί λίγο πιο νωρίς και για τα δυο. Γιατί μπορεί και να μη διαφέρουν σε τίποτα τελικά.
   Πετάς το κινητό και χωρίζεις. Ήταν κάτι που έπρεπε να κάνεις. Έχεις σιχαθεί και τα πράγματα και τις σχέσεις. Θα μπορούσες εύκολα να τα βάλεις με τους ανθρώπους μόνο και μόνο επειδή αγοράζουν πράγματα και κάνουν σχέσεις αλλά γρήγορα αντιλαμβάνεσαι, ότι τρελαίνεσαι και σταματάς εκεί.  Τουλάχιστον ορκίζεσαι ότι δε θα ξαναεξαρτηθείς ούτε από υλικό αντικείμενο και κυρίως ούτε από άνθρωπο.
   Και ξαφνικά γνωρίζεις κάποιον/α που σ’αρέσει αρκετά. Γνωρίζεστε, βγαίνετε, μιλάτε και είσαι σε στο τσακ να τον/την ερωτευτείς, όταν σου λέει: <<Ωχ μια στιγμή πετάγομαι στο ATM να σηκώσω λεφτά, γιατί μου τελείωσαν τα μετρητά. >> Μήπως και εσύ δε θα τελειώσεις κάποτε; σκέφτεσαι, και έχεις ήδη αλλάξει πεζοδρόμιο.
                                                                                                                           

Σάββατο 11 Ιουνίου 2011

ΤΡΑΜΠΑΛΑ

-Γιατί πας σπίτι;

-Γιατί βαρέθηκα να σε κοιτώ. Όσο όμορφος κι αν είσαι.

-Και πότε θα γυρίσεις;

-Ίσως ποτέ, ξέρεις κουράστηκα να αγαπώ, να σε αγαπώ.

-Έκανα κάτι λάθος;

-Ομολογώ πως όχι, όλα ήταν επικίνδυνα σωστά.  Μα να.. κάπου χάνομαι.

-Και τι διαλέγεις;

-Τη σιωπή διαλέγω.

-Πάντα σου άρεσαν τα εύκολα.

-Τα αληθινά.

-Και τώρα φίλοι;

-Ίσως μόνο δυο γνωστοί.

-Γνωστοί εμείς;

 Εγώ ξέρω πότε κοιμάσαι και τι τραγουδάς όταν είσαι στεναχωρημένη και τι γκριμάτσες παίρνεις όταν ξυπνάς και πως χορεύεις τις ηλιόλουστες μέρες.

- Κι όμως, ξέρω τόσα για σένα αλλά πάντα θα με τρομάζει το άγνωστό σου.

-Κι αυτό σ’αρέσει;

-Μου αρκεί.

 Όμως είναι κάτι βράδια που δεν ξέρω πώς να φερθώ. Να σ’αγκαλιάσω ή να φύγω μακριά; Να γαντζωθώ απ’τους ώμους σου ή να σε φτύσω; Να σου κλέψω ένα φιλί ή να σε χαστουκίσω;

Θα’θελα να’σουν αυτός που είσαι και κάποιος εντελώς διαφορετικός.

Θέλω να μ’αγαπάς και να με μισείς.

Θέλω το γέλιο σου και την παράνοια.

Θέλω αυτό που μου δίνεις και αυτό που μου κρύβεις.

-Μια τραμπάλα είναι τα αισθήματα σου κι εσύ ένα κοριτσάκι που γελά. Κι είμαι εγώ αυτός που σε πάει πέρα - δώθε, μην το ξεχνάς.

-Θέλω το φιλί σου και τη γροθιά σου.

Θέλω το χάδι σου και το δάκρυ σου.

Τα θέλω όλα. Δε θέλω τίποτα.

Σάββατο 28 Μαΐου 2011

ΣΤΗ ΒΟΥΗ ΤΟΥΤΩΝ ΤΩΝ ΔΡΟΜΩΝ

   Γύρω από αυτούς τους δρόμους οι άνθρωποι δε λένε καλημέρα. Αρκούνται σε έναν απλό, άγευστο χαιρετισμό, ένα αμήχανο γνέψιμο, ένα κενό βλέμμα και τίποτα… Συνήθως μάλιστα προτιμούν αυτό. Ένας παλιός γνωστός, καθηγητής ή συνάδελφος, ακόμα και εραστής. Άνθρωποι με τους οποίους αντάλλαξες κλεφτές ματιές, όνειρα, κοινούς στόχους ή μονάχα δύο τσιγάρα. Στιγμές. Άνθρωποι τόσο ίδιοι αλλά εκνευριστικά διαφορετικοί από σένα. Τόσο διαφορετικοί που να … όταν μετά από καιρό σε αντικρύσουν να γυροφέρνεις στην άκρη μιας πλατείας, κ έχουν χαθεί πια οι κοινές στιγμές σας δε θα σου πουν καλημέρα, ούτε θα σε χαιρετήσουν, ούτε θα σου γνέψουν και το βλέμμα τους θα είναι πιο κενό κι από άγραφο χαρτί όταν δεν έχεις έμπνευση. Τα βλέμματα σας σχεδόν ταυτόχρονα αλλάζουν πορεία και οι πατημασιές σας χάνονται στα στενά του δρόμου. Ουφ… ανακούφιση πιστεύεις ότι δε σε είδε. Είναι τόσο εύκολο άλλωστε , θα μπορούσες κ εσύ να μην τον δεις. Τι κουτή που είσαι μα και βέβαια σε είδε.  Κατσουφιάζεις και θυμώνεις. Δε σου μίλησε. εσύ δε θα το έκανες ποτέ αυτό, σκέφτεσαι. Μα μόλις το έκανες.
   Υπάρχει μια νωχελική αθωότητα σ’αυτή την αμηχανία που επικρατεί όταν τα βλέμματα ενώνονται στα άτυπα σοκάκια. Μια ανομολόγητη διάθεση για μια παραπάνω κοινή στιγμή η οποία χάνεται μέσα στη βουή του εγωισμού. Και … Ω θεέ μου … πόσο σιχαίνεσαι την αμηχανία. Αυτή την πανούργα θεά που καταπολεμά με βία την ανωτερότητα που πάντα καμάρωνες ότι έχεις. Θα ήθελες να την αρπάξεις από το ξεφτισμένο γέρικο μαλλί της και να της κάνεις τόσες σβούρες που να την αποδυναμώσεις. Να κάνεις τα μαλλιά της κόκκινα,  όπως τα μαγουλά σου.
    Και συνεχίζεις να περπατάς μόνη στα στενά δρομάκια. Σε λίγο έχεις ήδη ξεχάσει το συμβάν και συνεχίζεις τη μέρα σου. Ακούς τ’αυτοκίνητα, τα αδύναμα βήματα ενός γεράκου παραδίπλα, τις σακούλες κάποιας νοικοκυράς, χαχανητά παιδιών. Οι δρόμοι έχουν μια μαγευτική βουή στο πέρασμά σου. Δεν ξέρεις αν σου αρέσει ή όχι. Σε ζαλίζει σίγουρα. Σε βυθίζει στη δίνη της.
   Είναι μια όμορφη μέρα. Ο ήλιος βρίσκεται στο τμήμα εκείνο του ουρανού που πάντα αγαπούσες. Σε φωτίζει χωρίς να σε ενοχλεί, ίσα που χρειάζεται να φορέσεις τα γυαλιά σου.  Κι ο αέρας γλυκός όσο ποτέ, σε γαργαλά ευχάριστα. Ούτε κι εσύ ξέρεις πόσα χιλιόμετρα έχεις διανύσει σ’αυτή την πρωινή σου βόλτα. Έχεις περπατήσει σχεδόν ολόκληρη την πόλη, το κέντρο της τουλάχιστον. Δεν αναζητάς κάτι απλώς περπατάς. Είναι μια ωραία ευκαιρία σήμερα για μια μικρή εξερεύνηση, για βόλτες χωρίς προορισμό, για χαμόγελα διάσπαρτα και για στιγμές. Λατρεύεις τις στιγμές. Τις στιγμές κάθε είδους. Όσες στιγμές έχεις ανταλλάξει με τους πιο σημαντικούς ανθρώπους της ζωής σου αλλά και τις άλλες. Με τους περίεργους τύπους που έχεις συναντήσει στις σκοτεινές παμπ, τα ζευγαράκια που γνώρισες στις διακοπές σου, μια κοπέλα που σε αγριοκοίταξε επειδή φοράτε την ίδια κορδέλα. Νιώθεις ευλογημένη που τις έχεις ζήσει και εύχεσαι να μην σταματήσεις ποτέ να γνωρίζεις κι άλλους, κι άλλους αλλόκοτους, σοβαρούς, μυστηριώδεις και κωμικούς χαρακτήρες ανθρώπων. Ανθρώπους διαφορετικούς από σένα που πεθαίνεις να ανακαλύψεις. Όποιοι κι αν είναι, για όσο κι αν κρατήσουν οι στιγμές σας.
   Κι όσο σκέφτεσαι κάνεις τις βόλτες σου στα μαγαζιά του κέντρου μήπως και βρεις τι θα φορέσεις μεθαύριο στα γενέθλια της κολλητής σου. Παρατηρείς πως οι άνθρωποι στους δρόμους αυτής της πόλης μοιάζουν σκυθρωποί και αγχωμένοι, δυστυχισμένοι και μόνοι. Οι πωλήτριες απρόθυμες, οι πεζοί χαομένοι στα προβλήματά τους, και οι οδηγοί λεωφορείων τόσο άκαρδοι.  Σα να μη στέκεστε όλοι μαζί κάτω από τη σκέπη του ίδιου ήλιου. Σα να μη χαμογελούν κι αυτοί για μια στιγμή. Θες να το αλλάξεις. Να τους αλλάξεις. Να τους ταρακουνήσεις. Αν γινόταν θα πήγαινες και θα τραβούσες με δύναμη τα μάγουλα τους σχηματίζοντας τους ένα χαμόγελο. Θα τους ρώταγες δυνατά <<τι έχεις;>>, <<γιατί γκρινιάζεις;>>, <<γιατί δε γελάς ρε;>>. Είσαι έτοιμη να το ξεστομίσεις σε ένα φούρναρη, όταν ξαφνικά καταλαβαίνεις ότι τελικά δεν έχει σημασία. Δε θα σε καταλάβει. Θα γελάσει υποτιμητικά και ούτε που θα προβληματιστεί. Έχω τα δάνεια μου εγώ ,θα πει, τις σκοτούρες μου, τα βάσανά μου. Ίσως και να έχει δίκιο. Όμως εγώ ακόμα περιμένω να δω άσκοπα χαμόγελα στο δρόμο λίγο μετά τη βροχή.